κασκαρίκα

κασκαρίκα
η
1. αστείο πάθημα από απερισκεψία ή από τέχνασμα άλλου προσώπου, φιάσκο («έπαθα μια κασκαρίκα που δεν θα τήν ξεχάσω σ' όλη μου τη ζωή»)
2. το ίδιο το τέχνασμα από το οποίο προέρχεται η κασκαρίκα, χονδροειδής αστεϊσμός, καζούρα, φάρσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaşkarika ή ιταλ. ρ. cascare «πέφτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κασκαρίκα — η (ίσως λ. ιταλ.), αστείο πάθημα, φιάσκο, πανουργία σε βάρος άλλου χάριν αστεϊσμού: Του φτιαξα μια κασκαρίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”